- κατάγυμνος
- -η, -οολόγυμνος, τσίτσιδος: Τον συνέλαβε η αστυνομία, γιατί έκανε μπάνιο κατάγυμνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάγυμνος — η, ο (Μ κατάγυμνος, ον) τελείως γυμνός … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
ολόγυμνος — και ολόγδυμνος, η, ο (ΑΜ ὁλόγυμνος, ον) εντελώς γυμνός, κατάγυμνος … Dictionary of Greek
ολόγυμνος — η, ο ο κατάγυμνος, τσίτσιδος: Τους κλέψανε τα ρούχα και βγήκαν απ τη θάλασσα ολόγυμνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)